- κακοπέραση
- και κακοπερασιά, ή [κακοπερνώ]φτωχική, στερημένη ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοπέραση — η το να περνά κανείς κακά: Από την κακοπέραση είναι πετσί και κόκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγάρισμα — το, ατος 1. καβούρντισμα, ξεροτηγάνισμα. 2. μτφ., βασάνισμα, ταλαιπωρία, κακοπέραση: Τι τσιγάρισμα τράβηξα απ την γκρίνια του! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)